-
1 поле
-я, πλθ. -я ουδ.1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•пахать поле οργώνω το χωράφι•
удобрение -лей λίπανση των αγρών.
2. γήπεδο•тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.
|| πεδίο•поле обстрела πεδίο βολής•
поле учений πεδίο ασκήσεων•
поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•
минное поле ναρκοπέδιο•
магнитное поле μαγνητικό πεδίο•
широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•
марсово поле πεδίο του Αρεως•
элисиские -я Ηλί-σια πεδία.
|| ο φόντος.3. περιθώριο•тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•
замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.
4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.5. κυνηγετική εποχή.εκφρ.поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•поле смерти – παλ. πεδίο της μάχης. -
2 область
1. тех. η περιοχή, η ζώνη- высокого барометрического давления - υψηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο αντικυκλώ-νας- допустимого режима - της επιτρεπόμενης λειτουργίας, Ε - ионосферы το στρώμα Ε της ιονόσφαιραςзапрещённая физ. - απαγόρευσης- низкого барометрического давления - των χαμηλών βαρομετρικών πιέσεων, ο κυκλώνας2. (отрасль знаний, науки и тп.) о τομέας, ο κλάδος 3. анат. η χώρα 4. (часть территории) η περιοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > область
-
3 площадка
1. (земельный участок) о χώρος, το πεδίο, το γήπεδοстартовая - το πεδίο/η εξέδρα εκτόξευσης2. (над уровнем пола) η εξέδρα, η πλατφόρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > площадка
-
4 полв
пол||вс1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:\полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον3. (фон) τό φόντο·4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:\полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·6. физ. τό πεδίον:электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας. -
5 поле
1. (физ., мат.) το πεδίοсоздавать (магнитное электрическое) - δημιουργώ (μαγνητικό, ηλεκτρικό) -лётное - πτήσεων, το αεροδρόμιοсиловое - δυνάμεων, δυναμικό -2. (безлесная равнина) η πεδιάδα 3. (возделанный под посев участок земли) το χωράφι, ο αγρός 4 (обширное пространство чего-л.) το πεδίοτο γήπεδο5. (область, сфера чего-л.) το πεδίο 6. (в книге, тетради, рукописи и т.п.) το περιθώριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поле
-
6 генератор
η γεννήτριαглавный мор. - κύρια -- пены горн. - αφρού- развертки η χρονογεννήτρια, βασική -- с самовозбуждением (автогенератор) - με αυτοδιέγερση, η αυτο-γεννήτριαстояночный мор. - του λιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > генератор
-
7 силовой
1. (вырабатывающий, передающий или преобразующий энергию для производства каких-л. работ) μεγάλης ισχύος 2. (используемый для получения энергии или производства какой-л. работы) υψηλής έντασης 3. (осуществляемый при увеличенной скорости подачи режущего инструмента) δυναμικός 4. физ. δυναμικ/ός- ό πεδίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > силовой
-
8 брань
брань Iж (ругательство) ἡ βρισιά, τό ὑβρεολόγιο.бран||ь IIж (война) уст. ὁ πόλεμος:поле \браньи τό πεδίο τής τιμής, τό πεδίο τῆς μάχης. -
9 зрение
-я ουδ.όραση•слабое зрение αδύνατη όραση•
лишиться -я στερούμαι της όρασης ή του φωτός, χάνω την όραση, το φως•
обман -я οπτική απάτη (οφθαλμαπάτη).
εκφρ.поле -я – πεδίο όρασης, οπτικό πεδίο νοητή έκταση ενός τομέα, επιστήμης κλπ. точка -я άποψη, γνώμη•изложить свою точку -я – εκθέτω την άποψη μου•под углом -я – με γωνία όρασης (όπως το βλέπω ή το εκτιμώ εγώ), -
10 бассейн
1. (водоём) η δεξαμενή, η λεκάνηречной - η λεκάνη/κοίτη του ποταμούсортировочный лес. - διαλογής ξυλείαςуспокоительный гидр. - ηρεμίαςусреднительный гидр. - εξίσωσης2. (об-ласть залегания и разработки полезных ископаемых) η περιοχή, το πεδίο, η λεκάνηугольный - του ορυκτού άνθρακα, η ανθρακοφόρα περιοχή3. (для плавания) το κολυμβητήριο, η πισίνα 4. геогр. το λεκανοπέδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бассейн
-
11 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
12 магнитный
μαγνητικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > магнитный
-
13 нефтепромысел
το πεδίο εξόρυξης του πετρελαίουморской - υποθαλάσσιο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нефтепромысел
-
14 полигон
1. (стрельбище) το πεδίο βολής 2. (многоугольник) το πολύγωνο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полигон
-
15 посадочный
1. с.-х. (εμ)φυτεύσιμος 2. ав. (της) προσγείωσης 3. (служащий для посадки на судно, поезд и т.п.) της επιβίβασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадочный
-
16 прииск
το ορυχείο, το μεταλλείο, το πεδίο εξορύξεωνзолотые - и τα χρυσωρυχεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прииск
-
17 радиополе
το πεδίο ηλεκτρικών κυμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиополе
-
18 распыление
ο ψεκασμός, το ράντισμα, η διάχυση, η διασκόρπιση, η διασποράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > распыление
-
19 траектория
(мат., физ.) η τροχιάбаллистическая - βαλιστική -, βλητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траектория
-
20 удержание
I.(вычет, удержанная сумма) η (παρα)κράτησηII. 1. (в каких-л. пределах) о περιορισμός, η συγκράτηση 2. (в памяти, системе и т.п) η συγκράτηση, η διατήρηση, η αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удержание
См. также в других словарях:
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
πεδίο — το 1. έκταση ομαλή, πεδιάδα. 2. μτφ., νοητή περιοχή δραστηριότητας: Πεδίο εμπορικής δραστηριότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδρονικό πεδίο — Ελκτικό πεδίο δυνάμεων που δημιουργείται γύρω από ένα αδρόνιο. Το πεδίο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την έλξη ανάμεσα στα πρωτόνια του πυρήνα που κανονικά θα έπρεπε να απωθούνται, ως ομώνυμα φορτισμένα. Η ένταση του α.π. είναι αντιστρόφως ανάλογη … Dictionary of Greek
ηχητικό πεδίο — Το σύστημα αναφοράς, οι διαστάσεις του οποίου χαρακτηρίζουν τους διάφορους ήχους. Στον κάθετο άξονα μετράται η στάθμη σε ντεσιμπέλ, στον οριζόντιο η συχνότητα σε Χερτς (Hz). Βλ. λ. ακουστική … Dictionary of Greek
Θριάσιο πεδίο — Πεδιάδα γύρω από την Ελευσίνα, η οποία πήρε την ονομασία της από τον δήμο Θριάς ή Θριούντος, στον οποίο ανήκε κατά την αρχαιότητα. Από το Θ.π. περνούσε η πομπή των Ελευσίνιων, στη διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων … Dictionary of Greek
Κρόκιο πεδίο — Ονομασία πεδιάδας της Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα. Αποτελούσε μέρος της Αχαΐας Φθιώτιδας και περιλάμβανε τις πόλεις Θήβα, Πυραίον και Ίτων. Στην πεδιάδα αυτή, που σήμερα ονομάζεται πεδιάδα του Αλμυρού, λάτρευαν τη Δήμητρα και την Περσεφόνη … Dictionary of Greek
Ληλάντιο πεδίο — Βαθύπεδο της Εύβοιας. Έχει μήκος περίπου 8 χλμ. και εκτείνεται μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας. Είναι πολύ εύφορο, κυρίως στο τμήμα Δ του ποταμού Λήλαντα που ονομάζεται Αμπέλια και περιλαμβάνει αμπέλια, ελιές και χωράφια για την καλλιέργεια… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek